- γεωπονικός
- -ή, -ό (AM γεωπονικός, -ή, -όν)αυτός που αναφέρεται στη γεωπονίανεοελλ.το θηλ. ως ουσ. η γεωπονικήη γεωπονίαμσν.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Γεωπονικάπραγματεία για τη συστηματική καλλιέργεια διαφόρων φυτών.
Dictionary of Greek. 2013.